|







 |
|
Όσιος
Λουκάς
Από το 1990 το μνημείο
είναι εγγεγραμμένο στον Παγκόσμιο Κατάλογο
Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Το σημαντικότερο μνημείο της Ορθοδοξίας η
ιστορική Μονή του Οσίου Λουκά, βρίσκεται σε
απόσταση 5 Χλμ. από το Δίστομο μετά το χωριό
Στείρι, είναι χτισμένη στα νότια του λόφου
μέσα στις κατάφυτες πλαγιές από ελαιώνες και
αμυγδαλιές, δείχνει να έχει τον έλεγχο από
ψηλά του κάμπου που απλώνεται στα πόδια του
λόφου, και του Ελικώνα.
Η
μονή του Οσίου Λουκά αποτελεί ένα από τα
αντιπροσωπευτικότερα μνημεία του
καλλιτεχνικού μεγαλείου της βυζαντινής
αυτοκρατορίας που αναπτύχθηκε στο διάστημα
της ευημερίας της, υπό την Μακεδονική
δυναστεία, μεταξύ 867 και 1059.
Η
Μονή αφιερωμένη στον Όσιο Λουκά τον
Στειριώτη. Η οικογένειά του είχε ξεριζωθεί
από την Αίγινα μετά από επιδρομή Σαρακηνών
και ο Όσιος Λουκάς γεννήθηκε στο ‘Καστόριον’,
πιθανώς Καστρί, τους σημερινούς Δελφούς. Ο
νεαρός μοναχός Λουκάς με τις προφητείες του
και τον ασκητικό του βίο σύντομα απέκτησε
πολλούς οπαδούς και ανέδειξε το Στείρι όπου
και απέθανε το 953.
Η
Ιερά Μονή γιορτάζει την μνήμη του Αγίου στις
7 Φεβρουαρίου.
Στο χώρο του μοναστηριού είχε επίσης
ανεγερθεί εκκλησία αφιερωμένη στην Αγία
Βαρβάρα μεταξύ των ετών 941 και 944 αλλά η
παράδοση τοποθετεί την ίδρυση της Μονής από
τον Ρωμανό τον Β’ το 961 ως αποτέλεσμα της
προφητείας του Οσίου Λουκά ότι η Κρήτη θα
κατακτηθεί από τους επιδρομείς και θα
ελευθερωθεί από αυτοκράτορα ονομαζόμενο
Ρωμανό. Το έργο ολοκληρώθηκε επί Βασιλείου
Β’ του Βουλγαροκτόνου και Κωνσταντίνου Η’.
Παρολαυτά οι απόψεις για την ακριβή
χρονολόγηση του μνημείου διίστανται. Η
λαμπρότητά όμως και η εξαιρετική του
ποιότητα αποδίδουν το έργο σε αυτοκρατορική
χορηγία του 10 αιώνος.
Το μοναστικό συγκρότημα περιλαμβάνει το ναό
της Παναγίας, που ανήκει στον
κωνσταντινουπολίτικο σύνθετο εγγεγραμμένο
σταυροειδή τύπο με τρούλο, και το καθολικό,
αφιερωμένο στον Όσιο Λουκά,ανήκει στο
σταυροειδή οκταγωνικό τύπο και είναι
χτισμένο πάνω σε σταυρόσχημη κρύπτη,χτισμένο
έτσι ώστε να συμπεριλαμβάνει το -κελί του-
που έμελε να γίνει και ο τάφος του Οσίου.
Για την αποτελεσματική άμυνα των αμάχων της
Βοιωτίας και της Φωκίδας από επιδρομείς
Σλάβους κουρσάρους κ.α., η μονή
περιτειχίστηκε από τείχος 285 μέτρων και
τρεις πύργους. Σήμερα σώζεται μόνον ο ένας
που έχει τροποποιηθεί σε καμπαναριό.
Το μοναστήρι είχε πολλές ατυχίες και πέρασε
μεγάλες δυσκολίες, έπαθε ζημιές και έχασε
πολλά από τα πολύτιμα κειμήλιά του και τα
πλούτη του. Κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η μονή
λεηλατήθηκε τον 13ο αιώνα από τον πρίγκιπα
της Αχαίας Γοδεφρίδο Βιλεαρδουίνο ο οποίος
μετέφερε και πλήθος κειμηλίων και τμήμα του
σκηνώματος του Οσίου στην Ρώμη το 1204, όπως
επίσης και μετά την επικράτηση των Καταλανών
επί των Φράγκων στη μάχη του Βοιωτικού
Κηφισού το 1311. Επαιξε όμως και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις
ιστορικές περιπέτειες του τόπου, κερδίζοντας
έτσι την εύνοια αυτοκρατόρων και
αξιωματούχων στα βυζαντινά χρονια.
Στον αγώνα του 1821 αποτέλεσε το ορμητήριο
αρματολών και κλεφτών, των οπλαρχηγών και
των αγωνιστών της Βοιωτίας, της Λοκρίδας και
της Φωκίδας. Ο
ηρωικός επίσκοπος των Σαλώνων Ησαίας ύψωσε
εκεί τη σημαία της Επανάστασης στη Ρούμελη,
στις 26 Μαρτίου 1821 μαζί με τους μοναχούς
και πολλούς αγωνιστές, τον Αθανάσιο Διάκο,
τον Πανουργιά, το Δυοβουνιώτη, το Σκαλτσά,
τον Τράκκα και άλλους.
Επί τουρκοκρατίας, αρκετές φορές η ύπαρξη
της Μονής κινδύνεψε σοβαρά λόγω της βαριάς
φορολογίας. Επί Όθωνος η μονή κινδύνευσε να
ερημωθεί αλλά από το 1863 παρατηρείται
κάποια βελτίωση των οικονομικών της και
επιτρέπει την αρχή της περιόδου των
επισκευών. Το 1943 καταστρέφονται η
τραπεζαρία και τοίχοι του καθολικού από
βομβαρδισμούς. Οι ζημιές αποκαθίστανται μετά
την απελευθέρωση. Ένα μεγάλο αναστηλωτικό
έργο ξεκίνησε στην δεκαετία του ’50 και
έληξε πριν από μερικά χρόνια.
Στο μεταξύ το 1918 γίνονται προσπάθειες
συντήρησης των ψηφιδωτών. Η μονή
χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος και τμήμα
της σήμερα αποτελεί μουσείο.
Φθάνοντας στην Μονή μοιάζει να παίζει τον
ρόλο τού οικοδεσπότη και να σε καλοδέχεται
το όμορφο πλακόστρωτο δρομάκι που οδηγεί
στην δενδρόφυτη κεντρική πλατεία με την
καταπληκτική θέα στον κάμπο. Στη δυτική
πλευρά υπάρχει τουριστικό συγκρότημα
αποτελούμενο από-μπαρ, εστιατόριο και μικρό
ξενοδοχείο Β κατηγορίας, δυναμικότητος 16
κλινών. Μία αψιδωτή είσοδος με δύο βαριά ξύλινα
θυρόφυλλα με μεταλλική επένδυση, που μέσα
τους κλείνουν ιστορία αιώνων, δημιουργούν
την απαραίτητη κατανυχτική ατμόσφαιρα και
προ-ιδεάζουν για το κύριο μοναστικό
συγκρότημα που αποτελείται από τις
εκκλησίες:
το καθολικό που είναι η μεγαλύτερη και
ενώνεται στα βόρειά της με την εκκλησία της
Θεοτόκου. Κάτω από το καθολικό υπάρχει η
εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Δυτικά και
βόρεια υπάρχουν τα καταλύματα των μοναχών,
τα κελιά σε τρεις ορόφους, με μέτωπο προς το
εσωτερικό της Μονής. Εξωτερικά επικοινωνούν
με διαδρόμους σχηματίζοντας στοές. Περνώντας
κανείς την αψιδωτή είσοδο, συναντά μία πηγή
αριστερά του και την τράπεζα (το εστιατόριο
της μονής) κάτω στα δεξιά του, νότια του
καθολικού. Η ανακαινισμένη τράπεζα που
σήμερα στεγάζει το μουσείο, είναι σύγχρονη
του καθολικού και είναι χτισμένη από
μεγάλους αρχαίους λίθους σε δεύτερη χρήση.
Ξαναχτίστηκε μετά το τέλος της γερμανικής
κατοχής καθώς μέρος της είχε καταστραφεί από
βομβαρδισμούς γιατί στη Μονή είχαν βρει
καταφύγιο ανταρτικά σώματα. Με την
αναστήλωση της τράπεζας βρέθηκαν και μέρη
του παλαιού ελαιοτριβείου της Μονής, θαμμένο
κάτω από αυτήν. Εδώ εκτείθονται μεταξύ άλλων
και αρχαίες επιγραφές οι οποίες μαζί με τα
πλήθος αρχιτεκτονικών μελών σε δεύτερη χρήση
μας κάνουν να υποθέσουμε πως στην περιοχή
υπήρχε αρχαίος ναός ή ιερό. Ανατολικά της
τράπεζας υπήρχε το μαγειρείο (η εστία) και η
κινστέρνα, η δεξαμενή της μονής που συνέλεγε
τα όμβρια ύδατα για τις ανάγκες των μοναχών
και των εγκλείστων σε περιόδους ανάγκης.
Η
εκκλησία της Θεοτόκου προϋπήρχε του
καθολικού του μοναστηριού όπως απέδειξαν οι
τοιχογραφίες της που συνεχίζονται στο κοινό
σημείο των δύο εκκλησιών, που ανακαλύφθηκαν
κατά τις εργασίες συντήρησής τους, το 1964.
Στην εκκλησία εισέρχεται κανείς από το
προστώο και τον πρόναο από επιβλητικές
εισόδους που φέρουν θαυμάσια υπέρθυρα. Ο
σπάνιας τεχνοτροπίας μαρμάρινος τρούλος του
ναού συγκρατείται από τέσσερεις μονολιθικούς
γρανιτένιους κίονες που επιστέφονται από
κορινθιακά κιονόκρανα. Λέγεται ότι την
εξωτερική κορυφή του τρούλου κοσμούσε το
μεγαλύτερο διαμάντι του κόσμου. Οι
τοιχογραφίες αγίων του ναού αποτελούν
μοναδικά έργα της βυζαντινής νωπογραφίας.
Σημαντικότερες από τις κινητές εικόνες είναι
η Κοίμηση της Θεοτόκου του 19ου αιώνα, του
Προδρόμου και των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και
Γαβριήλ. Το εκπληκτικό ψηφιδωτό του ναού
γεωμετρικού και φυτικού διακόσμου αποτελεί
πεδίο διχογνωμιών μεταξύ των αρχαιολόγων
καθώς πιστεύεται πως έχει τοποθετηθεί στο
ναό σε δεύτερη χρήση από αρχαιότερη εποχή.
Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει μία τοιχογραφία
του Ιησού του Ναυή που αποκαλύφθηκε σε
εργασίες συντήρησης το 1964, κάτω από
ορθομαρμάρωση του ανατολικού τοίχου, στη
βόρεια κεραία του σταυρού του καθολικού, στο
σημείο επαφής του ναού με αυτόν της
Θεοτόκου. Ανήκε στο εξωτερικό τμήμα του
νάρθηκα του ναού της θεοτόκου και
χρονολογείται περί το 1000. Η
τοιχογραφία ήταν ορατή στο δυτικό εξωτερικό
τοίχο του ναού της Παναγίας, μέχρι που
χτίστηκε ο δεύτερος ναός και η πλευρά αυτή
ενσωματώθηκε στη βορειοανατολική γωνία του.
Κάτω από το καθολικό βρίσκεται ο χαμηλός
ναός μία σταυρόσχημη Κρύπτη της Αγίας
Βαρβάρας. Σε αυτήν υπάρχει ο τάφος του Οσίου
Λουκά απέναντι από την είσοδό της. Η Κρύπτη
ταυτίζεται με το ιερό ευκτήριο που χτίστηκε
από τους μαθητές του Οσίου πάνω από τον τάφο
του. Ανατολικά του υπάρχουν δύο ακόμα τάφοι
ηγουμένων της Μονής. Ο διάκοσμος της κρύπτης
έχει επιμεληθεί με τοιχογραφίες.
Σύμφωνες με τον πένθιμο χαρακτήρα της
Κρύπτης είναι και η θεματολογία των
τοιχογραφιών της. Έτσι στην ανατολική κόγχη
απεικονίζεται η Δέησις ενώ ιδιαίτερη έμφαση
δίνονται στις σκηνές που απεικονίζουν τα
Αγια Πάθη. Υπάρχουν δύο πορτραίτα του
ηγουμένου της μονής Φιλοθέου που σύμφωνα με
τον Χατζηδάκη υπήρξε ο ιδρυτής του
καθολικού. Τεχνοτροπικά οι τοιχογραφίες της
Κρύπτης συγγενεύουν με τα ψηφιδωτά του
καθολικού με χαρακτηριστικά αντικλασικά,
γραμμικότητα, αφαιρετικότητα, ρυθμική
γραφικότητα κλπ.
Στο πίσω μέρος της αυλής της Μονής υπάρχει
το "φωτάναμα" στο οποίο συγκεντρώνονταν οι
μοναχοί γύρω από την εστία του τις
χειμωνιάτικες νύχτες. Αυτό αποτελείται από
τέσσερεις θαυμάσιες γρανιτένιες κολόνες οι
οποίες στηρίζουν τη στέγη με την ιδιότυπη
καπνοδόχο με εννέα σταυροθόλιανεύρωση,
-χαρακτηριστικό της επαφής της Μονής με την
πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας,
Κωνσταντινούπολη –μοναδικό στον ελλαδικό
χώρο-.
Το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί το
σημαντικότερο ίσως μνημείο της
μεσοβυζαντινής εποχής στην Ελλάδα.
Ένας νέος αρχιτεκτονικός τύπος εφαρμόζεται
εδώ, ο οκταγωνικός, με κύριο χαρακτηριστικά
τον τεράστιο τρούλο, που ο τρόπος στήριξής
του, με τη βοήθεια των ημιχωνίων, αφήνει
ενιαίο και αδιάσπαστο τον κεντρικό χώρο. Η
σοφία στη σύνθεση, η τελειότητα στην
εκτέλεση και ο πλούτος, μαζί με την ποιότητα
και τις τοιχογραφίες, κάνουν το μνημείο αυτό
ένα απά τα σημαντικότερα της εποχής του.
Στην ψηφιδωτή διακόσμηση κυριαρχούν μορφές
αγίων- μοναχών, ιεραρχών και στρατιωτικών.
Κύριο χαρακτηριστικά είναι η χρήση του
περιγράμματος στην απόδοση των μορφών με τον
έντονα στατικό χαρακτήρα και τα ορθάνοιχτα
εκστατικά μάτια. Το ίδιο ιερατικό ύφος
ακολουθούν και οι τοιχογραφίες στα πλευρικά
διαμερίσματα του ναού και στην κρύπτη.
Η
τράπεζα, αναστηλωμένη σήμερα, λειτουργεί από
το 1993 ως μουσείο γλυπτών, όπου εκτίθενται
εξαιρετικής ποιότητας μαρμάρινα μέλη απά
κτίσματα του μοναστηριού και της ευρύτερης
περιοχής. Στο βορδοναρείο (σταύλος), επίσης
αναστηλωμένο, εκτίθενται αποτοιχισμένες
τοιχογραφίες του 18ου αι., προερχόμενες από
το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος Μεδεώνος στην
περιοχή της ΑνΤίκυρας.
|
|